- κυψελομπετόν
- τοτεχνολ. το αεροσκυρόδεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροσκυρόδεμα — ή αερομπετόν ή αεριομπετόν ή κυψελομπετόν, το τεχνολ. σκυρόδεμα που περιέχει ουσίες, οι οποίες ελευθερώνουν αέρια με χημικές αντιδράσεις … Dictionary of Greek